- φθινοπωρίς
- φθινοπωρίςan olivefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθινοπωρίς — ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. ανώμαλος τ. θηλ. τού φθινοπωρινός 2. (ενν. ἐλαία) ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μετωπ ίς)] … Dictionary of Greek
φθινοπωρίδα — φθινοπωρίς an olive fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίδες — φθινοπωρίς an olive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίδι — φθινοπωρίς an olive fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίδος — φθινοπωρίς an olive fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίσιν — φθινοπωρίς an olive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)